μουτρώνω

μουτρώνω
αμετ. хмуриться, дуться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μουτρώνω" в других словарях:

  • μουτρώνω — μουτρώνω, μούτρωσα, μουτρωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μουτρώνω — [μούτρο] 1. κατεβάζω τα μούτρα μου, σκυθρωπάζω, γίνομαι κατηφής από δυσαρέσκεια, κατσουφιάζω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μουτρωμένος, η, ο κατσουφιασμένος, χολωμένος εξαιτίας έκδηλης δυσαρέσκειας («μάς ήρθε μουτρωμένος») …   Dictionary of Greek

  • μουτρώνω — μούτρωσα, μουτρωμένος, κατσουφιάζω: Η κόρη μου μούτρωσε γιατί δεν την άφησα να πάει στο πάρτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μούτρωμα — το [μουτρώνω] κατσούφιασμα, σκυθρώπασμα, που προέρχεται από έκδηλη δυσαρέσκεια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»